σιλλέα

σιλλέα
σιλλέα· τρίχωμα, ἢ λεῖον (Ἠλεῖοι cj. Guyet), Hsch. [full] σιλλεῖ· ἀναξαίνει, λυπεῖ, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιλλέα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τρίχωμα ἢ λεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σίλλος* (πρβλ. ἀνά σιλλος «αυτός που έχει ανασηκωμένα τα μαλλιά»)] …   Dictionary of Greek

  • Σιληνός — I Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».… …   Dictionary of Greek

  • σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”